- πεντεκαιδεκατημόριον
- τὸ, Α το δέκατο πέμπτο τμήμα ενός όλου («πεντεκαιδεκατημόριον τοῡ μηνός», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + -μόριον (< μόρος), πρβλ. μυριοστη-μόριον, ογδοη-μόριον. Το -η- τού τ. με ανομοίωση προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].
Dictionary of Greek. 2013.